Σικυώνιον

Σικυώνιον
Σικυών
cucumber-bed
masc acc sg
Σικυών
cucumber-bed
neut nom/voc/acc sg
Σικυώνιος
cucumber-bed
masc acc sg
Σικυώνιος
cucumber-bed
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Σικυώνιος — α, ο / Σικυώνιος, ία, ον, ΝΑ [Σικυών, ῶνος] 1. ο κάτοικος τής Σικυώνας 2. (για πρόσ. ή για πράγμ.) αυτός που κατάγεται από τη Σικυώνα ή αυτός που προέρχεται από τη Σικυώνα (α. «μετὰ Λακεδαιμονίων καὶ Σικυωνίων πρέσβεων», Θουκ. β. «Σικυώνιον… …   Dictionary of Greek

  • εύπομπος — (4ος αι. π.Χ.). Ζωγράφος από τη Σικυώνα. Είχε τόση επιρροή ώστε ίδρυσε δική του σχολή, το Σικυώνιον εργαστήριον. Μαθητής του ήταν ο Πάμφιλος ο Μακεδών, ο οποίος είχε μαθητή τον Απελλή. Από τα έργα του Ε. αναφέρεται μόνο μία τοιχογραφία στη Ρώμη.… …   Dictionary of Greek

  • σικυώνιος — ία, ον, Α [σίκυος] αυτός που προέρχεται από τον σίκυο, από το αγγούρι («σικυώνιον ἔλαιον», Αέτ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”